Σήμερα που έχω τα γενέθλιά μου
και δεν κλείνω μόνο τα πέντε ούτε μόνο τα τέσσερα, αλλά τα… πενηντατέσσερά μου
χρόνια, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα μόνιμο μυστικό μου. Πιστεύω ακράδαντα
πως ο Άγιος Βασίλης ζει και μάλιστα ανάμεσά μας. Είναι κοντά μας κάθε στιγμή,
αλλά μπορούμε να τον αντιληφθούμε όταν πραγματικά τον χρειαζόμαστε και τον
αξίζουμε.
Πώς τον διακρίνουμε; Η αλήθεια
είναι πως δεν είναι τόσο εύκολο, ειδικά μέσα σε μια μεγαλούπολη, να ξεχωρίσουμε
τον Άγιο Βασίλη. Γιατί δεν είναι πάντοτε στρογγυλοπρόσωπος, ούτε έχει όλες τις
φορές εκείνη τη μεγάλη κοιλιά, όπως τον βλέπουμε στις εικόνες... Δεν έχει πάντοτε
γενειάδα. Δεν φοράει μόνο κόκκινα ρούχα, δεν μεταφέρει τα δώρα του κάθε φορά σε
σάκο, ούτε είναι πάντοτε λευκό το δέρμα του. Δεν συνοδεύεται αναγκαστικά από ελάφια
ή ταράνδους. Δεν μεταφέρεται μόνο με έλκηθρο. Μπορεί να βρεθεί παντού και
μπορεί να φτάσει εκεί ακόμη και με τα πόδια. Δεν είναι πάντα ευγενικός. Μπορεί
να είναι σοβαρός και μετρημένος και να μας πει λόγια που πιθανόν και να πονάνε…
Όταν τον πρωτοσυνάντησα, ήμουν
μόλις δεκαέξι ημερών. Ούτε που τον κατάλαβα. Έμαθα αργότερα πως είχε κάνει
μεγάλο ταξίδι για μένα. Είχε έρθει από τη Βραζιλία. Θαλασσοδαρμένος ναυτικός, περίπου
σαράντα χρονών τότε, γεμάτος δώρα και τεράστια λαχτάρα να με συναντήσει. Συνειδητοποίησα
πως ήταν Εκείνος, έναν χρόνο αργότερα, όταν ήρθε τα Χριστούγεννα με κάτι
μεγάλες βαλίτσες γεμάτες δώρα, με «τσατσαράκια», όπως τα έλεγα και σαπουνάκια
που μοσχομύριζαν, μαζί με ένα υπερβολικά ευτυχισμένο χαμόγελο. Δεν θα ξεχάσω
ποτέ τη λάμψη που είχε το πρόσωπό του κάθε φορά που έφτανε με ένα γκρίζο τότε
ταξί στο σπίτι μετά από κάποιο μεγάλο ταξίδι. Δεν ήξερα πως τον έλεγαν Βασίλη.
Όλοι τον φώναζαν «Γιώργο», αλλά εμένα μου τον είπαν «μπαμπά» μου. Για μένα, ο
Άγιος Βασίλης, τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου, είχε κυρίως δύο πρόσωπα.
Ήταν άντρας ή γυναίκα, αλλά πάντοτε εκεί, και με «δώρα»! Άλλοτε μου χάριζε παιχνίδια,
αλλά συνήθως μου έδινε συμβουλές που δύσκολα δεχόμουν να τις ακολουθήσω. Όμως
πάντοτε, αποδεικνυόταν πως θα ήταν καλύτερα για μένα, αν το είχα κάνει. Τον
έλεγα «μαμά» ή «μπαμπά» μου.
Ερχόταν όμως συχνά και με άλλες μορφές, γυναικείες ή
αντρικές, ως δάσκαλος ή δασκάλα, ως θείος ή θεία, ως αδερφός, ως συγγενής
γενικά, ως φίλος ή φίλη. Με ανάθρεψε, με έμαθε τρόπους καλής συμπεριφοράς, με
μόρφωσε, με ψυχαγώγησε, με δίδαξε μουσική, με συντρόφευσε. Πάνω από όλα, με
έκανε να πιστέψω στον Θεό και με γέμισε με την αρετή της «αφέλειας». Αυτή την
πολύτιμη αφέλεια που σε κάνει να νιώθεις πάντα παιδί και να πιστεύεις, ακόμη
και μετά τα πενήντα σου χρόνια, πως ναι, ο Άγιος Βασίλης υπάρχει!
Αργότερα, ο Άγιος αυτός συνήθιζε
να με βρίσκει στις δύσκολες στιγμές μου, όπως τότε, ένα κρύο και συννεφιασμένο
πρωινό, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στην Αγγλία. Τον συνάντησα το 1998 στην
Ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο. Μου ζητήθηκαν πολλά χρήματα για κάτι χαρτόσημα που
θα κολλούσα σε ένα έγγραφο και διαμαρτυρήθηκα για αυτό, στην υπάλληλο. Της είπα
πως τα χρήματα που έπρεπε να δώσω στην πρεσβεία μας για μερικά μόνο χαρτόσημα,
τα είχα φυλάξει με μεγάλη δυσκολία, προκειμένου να καταφέρω να επιβιώσω με αυτά
για δύο βδομάδες στο Λονδίνο.
Ο Άγιος Βασίλης όμως, ήταν εκεί
και με άκουσε... Φορούσε όμορφα, σκουρόχρωμα ρούχα που περιέργως, δεν ήταν
κόκκινα. Δεν είχε γενειάδα. Ήταν αρκετά νεότερος από ό,τι τον νόμιζα. Μόλις η
υπάλληλος μετέφερε κάτι έγγραφα για υπογραφές σε άλλο γραφείο, ο Άγιος χωρίς να
μιλήσει, μου έδωσε κρυφά από όλους, σαράντα λίρες στο χέρι! Ένιωσα άβολα. Τον
ευχαρίστησα με όλη την καρδιά μου, αλλά αρνήθηκα να πάρω το δώρο του. Τότε
εκείνος μου είπε: «Δεν σε ξέρω. Δεν με ξέρεις. Δεν ζητώ τίποτα από σένα. Δεν θα
μάθεις ποτέ το όνομά μου. Μου θύμισες όμως τον εαυτό μου. Κάποτε σπούδαζα στο Harvard, αλλά δεν είχα χρήματα
αρκετά για να ζήσω και έκανα οικονομίες σαν αυτή τη δικιά σου. Σήμερα, έχω
πετύχει και μπορώ να πω πως είμαι πλούσιος. Δέξου, λοιπόν, αυτά τα χρήματα ως
ένα μικρό δώρο από μένα που δεν θα σου συστηθώ ποτέ μου».
Εκείνη τη στιγμή, η υπάλληλος
μπήκε στο γραφείο και η συνομιλία μας με τον Άγιο κόπηκε απότομα. Εκείνος με κοίταξε
αυστηρά, χωρίς να επιδέχεται την παραμικρή αντίρρηση και με το δάκτυλό του μου
έκανε σήμα να σωπάσω. Ήταν ένα δώρο στην κυριολεξία ζωής, για αυτό ξόδεψα τα
χρήματά του κυρίως για τροφές, αλλά φύλαξα μία λίρα από αυτές που μου έδωσε για
να αγοράσω ένα μικρό πορτοφολάκι. Το διάλεξα τόσο μικροσκοπικό που να μη χωράει
παρά μόνο δύο ή τρία νομίσματα, γιατί ήθελα να μου θυμίζει πως πάντοτε, ακόμη
κι όταν θα έχω ξεμείνει με ελάχιστα χρήματα, τότε που θα φαίνεται πως όλα, ή
σχεδόν όλα, θα έχουν τελειώσει, από κάπου θα μπορούσε να εμφανιστεί ξανά ο
αγαπημένος σε όλους μας Άγιος. Ως άγνωστος έστω, ή με κάποιο άλλο όνομα, κι όχι
Βασίλης ή Νικόλαος, με τη μορφή διπλωμάτη ίσως σε μια ελληνική πρεσβεία σε
κάποια άλλη χώρα, όπως εκείνος, που δεν θα μάθω ποτέ πώς οι άνθρωποι τον φωνάζουν,
αλλά που θα τον έχω πάντα μέσα στις προσευχές μου.
Ο Άγιος, λοιπόν, δεν εμφανίζεται πάντοτε
ως Βασίλης. Είναι όμως Εκείνος. Είναι ο Άγιος Βασίλης, ακόμη κι όταν δεν έχει
τίποτα κοινό εξωτερικά μαζί του. Με κοιλιά ακόμη και μικρή, αλλά πάντοτε με
καρδιά μεγάλη, γεμάτη από αγάπη. Ο Άγιος δεν βρίσκεται κυρίως στην Καισαρία και
δεν έρχεται μόνο τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά. Είναι όλες τις μέρες του
χρόνου κοντά μας!
Τώρα που πέρασαν τα Χριστούγεννα
και η Πρωτοχρονιά και που μάθατε και την ηλικία μου, ρισκάροντας με χαρά να
θεωρηθώ από εσάς αφελής, θα σας πω με απόλυτη σιγουριά πως ο Άγιος αυτός μπορεί
ανά πάσα στιγμή να εμφανιστεί μπροστά μας! Μπορούμε να τον ανακαλύπτουμε με ένα
απλό «τσακ», ακόμη και μέσα στην καρδιά μας. Όταν την ανοίγουμε και τη γεμίζουμε
με αγάπη. Κάθε φορά που προσφέρουμε απλόχερα τα «δώρα» μας, χωρίς να
περιμένουμε ανταλλάγματα, σε εκείνους που πραγματικά τα χρειάζονται, είτε είναι
-είτε δεν είναι- παιδιά. Ακόμη κι όταν δεν πρόκειται για τα παιδιά τα «δικά μας».
Ναι, τότε εμείς γινόμαστε ο Άγιος Βασίλης τους! Άλλωστε, και για εμάς αν κάποια
στιγμή χρειαστεί, Εκείνος θα ξανάρθει! Γιατί τελικά, λέμε την αλήθεια στα
παιδιά: ο Άγιος αυτός υπάρχει!
Θαλασσογραφία του πατέρα μου, του Γεωργίου Λ. Μαρκέα